Anonymous

ἰθαγενής: Difference between revisions

From LSJ
17
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[ἰθαιγενής]];<br />ής, ές :<br />né en droite ligne :<br /><b>1</b> dont la naissance est droite, franche, légitime;<br /><b>2</b> formé naturellement <i>en parl. de plusieurs bouches du Nil</i>;<br /><b>3</b> né dans le pays même, indigène.<br />'''Étymologie:''' [[ἰθύς]], [[γένος]].
|btext=<i>épq.</i> [[ἰθαιγενής]];<br />ής, ές :<br />né en droite ligne :<br /><b>1</b> dont la naissance est droite, franche, légitime;<br /><b>2</b> formé naturellement <i>en parl. de plusieurs bouches du Nil</i>;<br /><b>3</b> né dans le pays même, indigène.<br />'''Étymologie:''' [[ἰθύς]], [[γένος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ἰθαγενής]], -ές Α και επικ. τ. ἰθαιγενής)<br />αυτός που κατάγεται από τη [[χώρα]] στην οποία κατοικεί, [[αυτόχθονος]], [[ντόπιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο, [[νόμιμος]]<br /><b>2.</b> [[γνήσιος]] («ἰθαγενὲς [[χρυσίον]]» — [[γνήσιος]] [[χρυσός]])<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἰθαγενὲς [[κύημα]]» — κανονικό, φυσιολογικό [[νεογνό]], όχι [[έκτρωμα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «οὐκ ἰθαγενέα στόματα Νείλου ἀλλ' ὀρυκτά» — όχι [[φυσικά]] στόμια του ποταμού, [[αλλά]] σκαμμένα, <b>Ηρόδ.</b><br /><b>5.</b> (για ανέμους) αυτός που πνέει ακριβώς από κάποιο από τα [[τέσσερα]] [[σημεία]] του ορίζοντα («ἰθαγενὴς [[νότος]], [[ζέφυρος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιθα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]])<br />το α' συνθετικό προέρχεται από το αντωνυμικό θ. <i>ι</i>- και από το [[επίθημα]] -<i>θα</i>, αντιστοιχεί δε ακριβώς [[προς]] το αρχ. ινδ. <i>iha</i> και το αβεστ. <i>ida</i> «εδώ» (<b>[[πρβλ]].</b> -<i>θα</i>). Μαρτυρούνται δύο ορθογραφίες του τ.: <i>ἰθαιγενής</i> και [[ἰθαγενής]], από τις οποίες την πρώτη διασώζει η χειρόγραφη [[παράδοση]], ενώ τη δεύτερη υποστηρίζουν οι αρχ. γραμματικοί. Το -<i>αι</i>- του τ. <i>ἰθαιγενής</i> μπορεί να οφείλεται [[είτε]] σε [[μετρική]] [[έκταση]] (το <i>ᾱ</i> δηλώθηκε για μετρικούς λόγους με <i>αι</i>), [[είτε]] σε [[αναλογία]] [[προς]] επιρρήματα σε -<i>αι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[χαμαί]]). Ενδέχεται όμως ο τ. <i>ἰθαιγενής</i> να προέρχεται από <i>ἰθαι</i>- και να συνδέεται με τη λ. [[ἰθαρός]] «[[καθάριος]], [[χαρούμενος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[μιαρός]] - [[μιαιφόνος]]). Στη Νέα Ελληνική για τη σημ. «[[ιθαγενής]]» χρησιμοποιούνται λ. όπως <i>αυτόχθων</i>, [[ντόπιος]], ενώ η λ. [[ιθαγενής]] χρησιμοποιείται [[κυρίως]] για να δηλώσει τους αυτόχθονες τών τόπων εκείνων τους οποίους ανακάλυψαν οι Ευρωπαίοι από τον 15ο αιώνα και [[μετά]]. Με αυτή τη [[χρήση]] η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] του γαλλ. <i>indigene</i> «αυτόχθων» (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>indigena</i>), που χρησιμοποιούνταν σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το <i>Ευρωπαίος</i>].
}}
}}