Anonymous

ἰλλαίνω: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_1)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰλλαίνω''': [[βλέπω]] διαστρόφως, «ἀλλοιθωρίζω» Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1066· ἐπὶ ὀφθαλμῶν, εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[διάστροφος]], «ἀλλοιθωρίζω», ὁ αὐτ. 153C, 1122C· - οὕτω καὶ ὡς ἀποθ., ἰλλαίνομαι, 491. 6.
|lstext='''ἰλλαίνω''': [[βλέπω]] διαστρόφως, «ἀλλοιθωρίζω» Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1066· ἐπὶ ὀφθαλμῶν, εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[διάστροφος]], «ἀλλοιθωρίζω», ὁ αὐτ. 153C, 1122C· - οὕτω καὶ ὡς ἀποθ., ἰλλαίνομαι, 491. 6.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰλλαίνω]] (Α)<br />[[αλληθωρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰλλός]] «[[αλλήθωρος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[αίνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θερμ</i>-[[αίνω]], <i>λευκ</i>-[[αίνω]])].
}}
}}