Anonymous

ἰξευτήριος: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_16)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰξευτήριος''': -ον, [[ἰξευτικός]], ἴδε [[ἰξεύτρια]].
|lstext='''ἰξευτήριος''': -ον, [[ἰξευτικός]], ἴδε [[ἰξεύτρια]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰξευτήριος]], -ία, -ον (Α) [[ιξευτήρ]]<br /><b>1.</b> ο [[ιξευτικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰξευτήριον</i><br />το [[κυνήγι]].
}}
}}