Anonymous

ἱερογλυφικός: Difference between revisions

From LSJ
17
(eksahir)
(17)
Line 18: Line 18:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[en jeroglífico]]
|esgtx=[[en jeroglífico]]
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ιερογλυφικός]], -ή, όν) [[ιερογλύφος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιερογλύφο, αυτός που αναπαριστάνεται με συμβολικές εικόνες («ιερογλυφική [[γραφή]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ιερογλυφικά</i> (ενν. <i>γράμματα</i>)<br />τα συμβολικά [[σημεία]] της εικονικής [[γραφής]] τών αρχαίων Αιγυπτίων<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) δυσανάγνωστα ή δυσνόητα [[κείμενα]] ή γράμματα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιερογλυφικώς</i> και -<i>ά</i> (Α ἱερογλυφικῶς)<br />με ιερογλυφικό τρόπο.
}}
}}