Anonymous

ἱππολάπαθον: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_23)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱππολάπᾰθον''': λᾰ, τό, [[εἶδος]] λαπάθου μεγαλειτέρου τοῦ συνήθους, rumex hydrolapathum, ἀλογολάπατον, «[[ἱππολάπαθον]], λάπαθόν ἐστι μέγα, ἐν ἔλεσι γεννώμενον» Διοσκ. 2. 141, πρβλ. [[ἵππος]] VI.
|lstext='''ἱππολάπᾰθον''': λᾰ, τό, [[εἶδος]] λαπάθου μεγαλειτέρου τοῦ συνήθους, rumex hydrolapathum, ἀλογολάπατον, «[[ἱππολάπαθον]], λάπαθόν ἐστι μέγα, ἐν ἔλεσι γεννώμενον» Διοσκ. 2. 141, πρβλ. [[ἵππος]] VI.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱππολάπαθον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] λάπαθου που φυτρώνει στα έλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λάπαθον]]. Το α' συνθετικό <i>ἱππο</i>- εδώ με επιτατική [[λειτουργία]] («υπερβολικά μεγάλο»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππό</i>-<i>κρημνος</i>, <i>ιππό</i>-<i>πορνος</i>].
}}
}}