Anonymous

ἰσάτις: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_12)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσάτις''': -ιδος, ἡ, [[φυτόν]] τι ἐξ οὗ γίνεται βαφὴ βαθέος κυανοῦ χρώματος, Λατ. isatis tinctoria, κοινῶς «λουλάκι», Ἱππ. 874Η, Θεοφρ. π. Αἰσθ. 77, Διοσκ. 2. 216.
|lstext='''ἰσάτις''': -ιδος, ἡ, [[φυτόν]] τι ἐξ οὗ γίνεται βαφὴ βαθέος κυανοῦ χρώματος, Λατ. isatis tinctoria, κοινῶς «λουλάκι», Ἱππ. 874Η, Θεοφρ. π. Αἰσθ. 77, Διοσκ. 2. 216.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἰσάτις]], -ιδος και -ιος και -εως)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων [[φυτών]] της οικογένειας βρασσικίδες<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] φυτού από τα φύλλα του οποίου γίνεται [[βαφή]] με βαθύ γαλάζιο [[χρώμα]], πιθανότατα η [[ίσατις]] η βαφική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τ. που δηλώνουν το ίδιο [[είδος]] φυτού (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>vitrum</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>weit</i>, αγγλοσαξ. <i>w</i><i>ā</i><i>d</i>). Ίσως πρόκειται για δάνειες λέξεις που έχουν την [[ίδια]] [[προέλευση]]].
}}
}}