Anonymous

ἰπνεύω: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_1)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰπνεύω''': (ἰπνὸς) [[φρύγω]], [[ξηραίνω]] τι ἐν τῷ κλιβάνῳ, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐκοδομεύετο.
|lstext='''ἰπνεύω''': (ἰπνὸς) [[φρύγω]], [[ξηραίνω]] τι ἐν τῷ κλιβάνῳ, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐκοδομεύετο.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰπνεύω]] ή -ομαι (Α) [[ιπνός]]<br /><b>1.</b> [[ψήνω]] ή [[ξηραίνω]] [[κάτι]] στον κλίβανο, στον φούρνο<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἰπνεύομαι</i><br />(κατὰ τον <b>Ησύχ.</b>) «ἐφρύγετο, ἰπνεύετο».
}}
}}