Anonymous

ἱππώκης: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_6)
(18)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱππώκης''': -εος, ὁ, ὁ ἔχων ταχεῖς ἵππους, πρὸς αὐγὰς ἱππώκεος ἀελίου Βακχυλ. Χ. (ΧΙ). 101, ἔκδ. Blass.
|lstext='''ἱππώκης''': -εος, ὁ, ὁ ἔχων ταχεῖς ἵππους, πρὸς αὐγὰς ἱππώκεος ἀελίου Βακχυλ. Χ. (ΧΙ). 101, ἔκδ. Blass.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱππώκης]], -εος, ὁ (Α)<br />αυτός του οποίου το [[άρμα]] έχει ταχείς ίππους («[[ἱππώκης]] [[ἀέλιος]]», Βακχυλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώκης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὦκος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὠκυς</i> «[[ταχύς]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανεμ</i>-<i>ώκης</i>, <i>ποδ</i>-<i>ώκης</i>].
}}
}}