Anonymous

ἰσχυροπότης: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_19)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσχῡροπότης''': -ου, ὁ, ὁ πίνων ἰσχυρῶς, ὁ πίνων πολύ, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ζαπότης]].
|lstext='''ἰσχῡροπότης''': -ου, ὁ, ὁ πίνων ἰσχυρῶς, ὁ πίνων πολύ, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ζαπότης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσχυροπότης]], ὁ (Α)<br />αυτός που πίνει πολύ.
}}
}}