Anonymous

ἱστιορράφος: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_4)
(18)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱστιορράφος''': ᾰ, ὁ, ([[ῥάπτω]]) ὁ ῥάπτων ἢ ἐπισκευάζων ἱστία, Συλλ. Ἐπιγρ. 9175, [[Πολυδ]]. Ζ΄. 160. 2) μεταφ., [[μηχανορράφος]], [[δολοπλόκος]], [[ἀπατηλός]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 935.
|lstext='''ἱστιορράφος''': ᾰ, ὁ, ([[ῥάπτω]]) ὁ ῥάπτων ἢ ἐπισκευάζων ἱστία, Συλλ. Ἐπιγρ. 9175, [[Πολυδ]]. Ζ΄. 160. 2) μεταφ., [[μηχανορράφος]], [[δολοπλόκος]], [[ἀπατηλός]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 935.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱστιορράφος]] και ἱστιαρράφος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ράβει ή επισκευάζει [[ιστία]]<br /><b>2.</b> [[δολοπλόκος]], [[μηχανορράφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστίον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρράφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ραφή]] <span style="color: red;"><</span> [[ράπτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μηχανο</i>-<i>ρράφος</i>, <i>νευρο</i>-<i>ρράφος</i>].
}}
}}