Anonymous

ἰσχυροπράγμων: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_18)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσχυροπράγμων''': -ον, ὁ ἰσχυρά, μεγάλα ἔργα πράττων, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ Ὁμηρικοῦ [[ὀβριμοεργός]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 403, Παῦλ. Ἀλεξ. Ἀποτελεσμ. 53, 8.
|lstext='''ἰσχυροπράγμων''': -ον, ὁ ἰσχυρά, μεγάλα ἔργα πράττων, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ Ὁμηρικοῦ [[ὀβριμοεργός]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 403, Παῦλ. Ἀλεξ. Ἀποτελεσμ. 53, 8.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσχυροπράγμων]] -ον (Α)<br />αυτός που κάνει μεγάλα έργα, που κατορθώνει μεγάλες, ανδρείες πράξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχυρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πράγμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πράγμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μεγαλο</i>-<i>πράγμων</i>, <i>πολυ</i>-<i>πράγμων</i>].
}}
}}