3,277,309
edits
(6_7) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσχνοκᾰλᾰμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἔχων ἰσχνοὺς καλάμους, ἐπὶ ποταμοῦ, περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Σ. 576 παρὰ ῥοδανόν δονακῆα, περὶ οὗ ὁ Εὐστ. ἐν τόπῳ λέγει: εἰσὶ δὲ τινος οἱ φασιν ὑφ’ ἕν ῥοδανον -δονακῆα, [[ἤγουν]] ἰσχνοκαλαμώδη». | |lstext='''ἰσχνοκᾰλᾰμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἔχων ἰσχνοὺς καλάμους, ἐπὶ ποταμοῦ, περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Σ. 576 παρὰ ῥοδανόν δονακῆα, περὶ οὗ ὁ Εὐστ. ἐν τόπῳ λέγει: εἰσὶ δὲ τινος οἱ φασιν ὑφ’ ἕν ῥοδανον -δονακῆα, [[ἤγουν]] ἰσχνοκαλαμώδη». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰσχνοκαλαμώδης]], -ες (Α)<br />(για ποταμό) αυτός που έχει λεπτά καλάμια στις όχθες. | |||
}} | }} |