Anonymous

ἰχώρ: Difference between revisions

From LSJ
1,641 bytes added ,  29 September 2017
18
(eksahir)
(18)
Line 18: Line 18:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[fluido menstrual]]
|esgtx=[[fluido menstrual]]
}}
{{grml
|mltxt=ὁ (Α [[ἰχώρ]])<br /><b>ιατρ.</b> [[πυώδης]] δύσοσμη ύλη που παράγεται [[κατά]] τη [[σήψη]] τών ιστών, το [[πύον]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αιθέριος]] [[χυμός]] που ρέει στις φλέβες τών θεών<br /><b>2.</b> το υδατώδες [[μέρος]] τών ζωικών χυμών, π.χ. του αίματος, της χολής κ.λπ.<br /><b>3.</b> [[τυρόγαλα]]<br /><b>4.</b> το [[υγρό]] που τρέχει από μισοψημένο [[κρέας]], όταν το τεμαχίζει [[κάποιος]]<br /><b>5.</b> (για τα φύλλα) [[χυμός]]<br /><b>6.</b> το [[δηλητήριο]] τών φιδιών<br /><b>7.</b> η [[νάφθα]], που θεωρούνταν, σύμφωνα με τον θρύλο, ότι οφείλεται στη [[σήψη]] τών πτωμάτων τών Γιγάντων<br /><b>8.</b> τα υγρά που ρέουν [[κατά]] τον τοκετό<br /><b>9.</b> το [[αίμα]] («πρὶν καταλῆξαι τὸ παλαιὸν [[ἄχος]], [[νέος]] [[ἰχώρ]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. προέρχεται πιθ. από ένα αρχ. ουδ. της ΙΕ. Παραμένουν αβέβαιες τόσο η [[σύνδεση]] της λ. [[ἰχώρ]] με [[ἰκμάς]], [[ἶχαρ]], <i>ἰχανῶ</i> όσο και η [[άποψη]] ότι η λ. αποτελεί [[δάνειο]] από τη χεττ. λ. <i>ešhar</i>].
}}
}}