3,274,216
edits
(6_14) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάβος''': ὁ, [[μέτρον]] σίτου ἀντιστοιχοῦν πρὸς τὸ Ἑλληνικὸν [[χοῖνιξ]], Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Ϛ΄, 25), Γεωπ. 7. 20. Πιθαν. ἐκ τοῦ Ἑβραϊκοῦ Kab.). | |lstext='''κάβος''': ὁ, [[μέτρον]] σίτου ἀντιστοιχοῦν πρὸς τὸ Ἑλληνικὸν [[χοῖνιξ]], Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Ϛ΄, 25), Γεωπ. 7. 20. Πιθαν. ἐκ τοῦ Ἑβραϊκοῦ Kab.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κάβος]], ὁ (Α)<br />εβραϊκό [[μέτρο]] για [[σιτάρι]] και [[ψωμί]], αντίστοιχο [[προς]] το αρχ. ελλ. [[χοίνιξ]], ίσο με 4 ξέστας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> εβρ. <i>qab</i>].———————— <b>(II)</b><br />ο (Μ [[κάβος]])<br /><b>1.</b> [[ακρωτήριο]], [[συνήθως]] ψηλό και απόκρημνο<br /><b>2.</b> χοντρό [[σχοινί]] τών πλοίων, [[καραβόσκοινο]], [[παλαμάρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α. (για τους κύκλιους ελλ. χορούς) «[[σέρνω]] τον κάβο» — [[είμαι]] [[πρώτος]] στον χορό, [[μπαίνω]] [[μπροστινός]]<br />β. «[[παίρνω]] κάβο» — [[αρχίζω]] να [[αντιλαμβάνομαι]], να [[μπαίνω]] στο [[νόημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. «[[ακρωτήριο]]» η λ. προέρχεται από γενουατικό <i>cavo</i>, ενώ με τη σημ. «[[σχοινί]]» από το ιταλ. <i>cavo</i>]. | |||
}} | }} |