Anonymous

ἰχθύβοτος: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_15)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰχθύβοτος''': -ον, ([[τόπος]]) [[ἔνθα]] βόσκονται ἰχθύες, ἰχθύβοτοι νομαί Ὀππ. Ἁλ. 2. 1, Νόνν, Εὐαγγ. κ. Ἰω. κα΄, 80.
|lstext='''ἰχθύβοτος''': -ον, ([[τόπος]]) [[ἔνθα]] βόσκονται ἰχθύες, ἰχθύβοτοι νομαί Ὀππ. Ἁλ. 2. 1, Νόνν, Εὐαγγ. κ. Ἰω. κα΄, 80.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰχθύβοτος]], -ον (Α)<br />[[περιοχή]] που τρέφει ψάρια, [[τόπος]] όπου βόσκουν τα ψάρια, [[επειδή]] βρίσκουν άφθονη [[τροφή]] («ἰχθύβοτοι νομαί», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βού</i>-<i>βοτος</i>, <i>ιππό</i>-<i>βοτος</i>].
}}
}}