Anonymous

καθημέραν: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_6)
(18)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθημέραν''': Ἐπίρρ., βέλτιον [[διῃρημένως]]: καθ’ ἡμέραν, τῆς [[καθημέραν]] διαίτης, τῆς καθημερινῆς, Πλάτ. Ἐπιστ. 11. 359Α.
|lstext='''καθημέραν''': Ἐπίρρ., βέλτιον [[διῃρημένως]]: καθ’ ἡμέραν, τῆς [[καθημέραν]] διαίτης, τῆς καθημερινῆς, Πλάτ. Ἐπιστ. 11. 359Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[καθημέραν]] και καθ' ήμέραν (AM)<br /><b>επίρρ.</b> καθημερινά, [[κάθε]] [[μέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> φρ. «<i>καθ</i>' <i>ἡμέραν</i>»].
}}
}}