Anonymous

καθηλωτής: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_22)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθηλωτής''': τοῦ, ὁ, ὁ καθηλῶν τι, καρφωτής, Γλωσσ.
|lstext='''καθηλωτής''': τοῦ, ὁ, ὁ καθηλῶν τι, καρφωτής, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[καθηλωτής]], ὁ (Α) [[καθηλώ]]<br />αυτός που καθηλώνει, που καρφώνει.
}}
}}