Anonymous

κάθυγρος: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_16)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάθυγρος''': -ον, [[λίαν]] [[ὑγρός]], [[πλήρης]] ὑγρότητος, Ἱππ. Ἀφ. 1255· ἐπὶ φυτῶν αὐξανομένων καὶ εὐδοκιμούντων ἐν ὑγροῖς τόποις, ἔνια δὲ ὡσπερεὶ κάθυγρα καὶ ἕλεια καθάπερ [[ἰτέα]] καὶ [[πλάτανος]] Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 4. 2· ταῖς σαρξὶ κάθυγροι καὶ λευκοὶ Διόδ. 5. 28.
|lstext='''κάθυγρος''': -ον, [[λίαν]] [[ὑγρός]], [[πλήρης]] ὑγρότητος, Ἱππ. Ἀφ. 1255· ἐπὶ φυτῶν αὐξανομένων καὶ εὐδοκιμούντων ἐν ὑγροῖς τόποις, ἔνια δὲ ὡσπερεὶ κάθυγρα καὶ ἕλεια καθάπερ [[ἰτέα]] καὶ [[πλάτανος]] Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 4. 2· ταῖς σαρξὶ κάθυγροι καὶ λευκοὶ Διόδ. 5. 28.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ο (AM [[κάθυγρος]], -ον)<br />ο εντελώς [[υγρός]], ο [[διάβροχος]], ο μουσκεμένος<br /><b>μσν.</b><br />(για [[κλίμα]]) [[δροσερός]] λόγω υγρασίας («ἀέρα... τὸν εὔκρατον καὶ κάθυγρον», Βίος Αλέξ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που ευδοκιμεί σε υγρά μέρη<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[σχέση]] με το [[νερό]] ή τη [[θάλασσα]] («κάθυγρα ζῷδια», Πτολ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὑγρός]].
}}
}}