3,270,814
edits
(6_16) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καινόφωνος''': -ον, ἐπὶ λέξεων, οὐχὶ ἐκ τῶν ἐν [[κοινῇ]] χρήσει, [[ἀσυνήθης]], καινοφώνους λέξεις Εὐστ. 1761. 23, κλ. | |lstext='''καινόφωνος''': -ον, ἐπὶ λέξεων, οὐχὶ ἐκ τῶν ἐν [[κοινῇ]] χρήσει, [[ἀσυνήθης]], καινοφώνους λέξεις Εὐστ. 1761. 23, κλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καινόφωνος]], -ον (Μ)<br />(για λέξεις ή εκφράσεις) αυτός που δεν βρίσκεται σε [[κοινή]] [[χρήση]], που δεν χρησιμοποιείται [[συχνά]], [[ασυνήθιστος]], [[παράδοξος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καινοφώνως</i> και <i>καινοφωνῶς</i> (Μ)<br />(για αιρετική [[διδασκαλία]]) με νέους όρους, με ασυνήθιστες, παράδοξες εκφράσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>φωνος</i>, [[κακό]]-<i>φωνος</i>]. | |||
}} | }} |