Anonymous

καινούργιος: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_4)
(18)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καινούργιος''': -α, -ον, ὡς καὶ νῦν, [[καινούργιος]], [[νέος]], [[χύτρα]] Ἀέτ. 8. 6, σ. 150Β, 50, Νικήτ. Χρον. σ. 242D· [[ἰγδίον]] καινούργιον Ὀρνεοσόφ. σ. 205.
|lstext='''καινούργιος''': -α, -ον, ὡς καὶ νῦν, [[καινούργιος]], [[νέος]], [[χύτρα]] Ἀέτ. 8. 6, σ. 150Β, 50, Νικήτ. Χρον. σ. 242D· [[ἰγδίον]] καινούργιον Ὀρνεοσόφ. σ. 205.
}}
{{grml
|mltxt=και [[καινούριος]], -α, -ο (AM [[καινούργιος]], -ία, -ον)<br /><b>1.</b> [[νέος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει κατασκευαστεί πρόσφατα, [[αμεταχείριστος]] («καινούργιο [[σπίτι]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «τί καινούργια;» — τί νεώτερα;<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «καινούργιο [[κοσκινάκι]] μου και πού να σέ κρεμάσω» — για ανθρώπους που δείχνουν εξαιρετική [[αγάπη]] και [[περιποίηση]] για [[κάτι]] καινούργιο που απέκτησαν<br />(νεοελ.-μσν.) αυτός που γίνεται [[γνωστός]] ή που εμφανίζεται για πρώτη [[φορά]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παράξενος]], [[αλλόκοτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καιν</i>-<i>ουργός</i> [[κατά]] τα [[ίσος]]&GT; [[ίσιος]], [[ορθός]] &GT; <i>όρθιος</i>. Λόγω της ετυμολ. προελεύσεως της λ. ορθότερη [[είναι]] η [[γραφή]] με -<i>γ</i>-].
}}
}}