Anonymous

καινοποιός: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_16)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καινοποιός''': -όν, [[κάμνω]] τι νέον, ἀνανεώνων, καινοποιοῦν [[πνεῦμα]] Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 608D.
|lstext='''καινοποιός''': -όν, [[κάμνω]] τι νέον, ἀνανεώνων, καινοποιοῦν [[πνεῦμα]] Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 608D.
}}
{{grml
|mltxt=[[καινοποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που κάνει [[κάτι]] νέο, που ανανεώνει, ο [[ανανεωτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγαθο</i>-[[ποιός]], <i>κακο</i>-[[ποιός]].
}}
}}