3,274,919
edits
(6_1) |
(18) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καθυπερηφανεύομαι''': [[γίνομαι]] καθ’ ὑπερβολὴν [[ὑπερήφανος]], [[ὑβριστικός]], Εὐστ. 561. 1, Ἡσύχ. ἐν λ. κατεπλατύνετο. | |lstext='''καθυπερηφανεύομαι''': [[γίνομαι]] καθ’ ὑπερβολὴν [[ὑπερήφανος]], [[ὑβριστικός]], Εὐστ. 561. 1, Ἡσύχ. ἐν λ. κατεπλατύνετο. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καθυπερηφανεύομαι]] (Μ)<br />(επιτατ. του [[υπερηφανεύομαι]]) φέρομαι σε κάποιον περήφανα, αγέρωχα, αλαζονικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>) - <span style="color: red;">+</span> [[ὑπερηφανεύομαι]] <span style="color: red;"><</span> [[ὑπερήφανος]]. | |||
}} | }} |