Anonymous

καθυπερηφανεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_1)
(18)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθυπερηφανεύομαι''': [[γίνομαι]] καθ’ ὑπερβολὴν [[ὑπερήφανος]], [[ὑβριστικός]], Εὐστ. 561. 1, Ἡσύχ. ἐν λ. κατεπλατύνετο.
|lstext='''καθυπερηφανεύομαι''': [[γίνομαι]] καθ’ ὑπερβολὴν [[ὑπερήφανος]], [[ὑβριστικός]], Εὐστ. 561. 1, Ἡσύχ. ἐν λ. κατεπλατύνετο.
}}
{{grml
|mltxt=[[καθυπερηφανεύομαι]] (Μ)<br />(επιτατ. του [[υπερηφανεύομαι]]) φέρομαι σε κάποιον περήφανα, αγέρωχα, αλαζονικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>) - <span style="color: red;">+</span> [[ὑπερηφανεύομαι]] <span style="color: red;"><</span> [[ὑπερήφανος]].
}}
}}