Anonymous

καινουργής: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_7)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καινουργής''': -ές, [[καινούργιος]], [[ἀμεταχείριστος]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 122.
|lstext='''καινουργής''': -ές, [[καινούργιος]], [[ἀμεταχείριστος]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 122.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[καινουργής]], -ές)<br /><b>1.</b> πρόσφατα κατασκευασμένος, [[αμεταχείριστος]], [[καινούργιος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «από [[καινουργής]]» — εξ αρχής, εκ νέου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καινο</i>-<i>Fεργής</i> με σίγηση του <i>F</i> και [[συναίρεση]] <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -(<i>F</i>)<i>εργής</i> (<span style="color: red;"><</span> (<i>F</i>)[[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αληθ</i>-<i>ουργής</i>, <i>νε</i>-<i>ουργής</i>].
}}
}}