Anonymous

κακοθερής: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_7)
(18)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κακοθερής''': -ές, = [[κακοθέρειος]], κακοθερεῖς [[φύσεις]] Σωραν. Ἐφέσ. ἔκδ. Erm. σ. 55.
|lstext='''κακοθερής''': -ές, = [[κακοθέρειος]], κακοθερεῖς [[φύσεις]] Σωραν. Ἐφέσ. ἔκδ. Erm. σ. 55.
}}
{{grml
|mltxt=[[κακοθερής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[κακοθέρειος]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[ανίκανος]] ή [[ακατάλληλος]] να υπομείνει τη [[θερμότητα]] του θέρους, τον θερινό καύσωνα («κακαθερεῑς [[φύσεις]]», Σωρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θέρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>θερής</i>].
}}
}}