3,276,901
edits
(6_12) |
(18) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καθέκαστα''': ἴδε [[ἕκαστος]]. | |lstext='''καθέκαστα''': ἴδε [[ἕκαστος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τα (AM καθέκαστος, -κάστη, Μ και -καστη, -καστον)<br />(νεοελλ. μόνο το ουδ. πληθ.) <i>τα [[καθέκαστα]]<br />οι μερικότητες, οι λεπτομέρειες ενός θέματος ή γεγονότος ή μιας υπόθεσης («έμαθα τα [[καθέκαστα]] για την [[υπόθεση]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (ως αντων.) ο [[καθένας]] [[χωριστά]]<br /><b>2.</b> (επιρρηματικώς, με ή [[χωρίς]] το ουσ. [[ημέρα]]) καθημερινά (α. «[[καθεκάστην]] ἔτρεχαν, ἐκούρσευαν», Χρον. Τόκκων<br />β. «τὰ ἄπειρα, τὰ γίνονται καθέκαστην ἡμέραν», Απολλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐν τοῑς καθέκαστον» — στα [[μερικά]], στα ατομικά, στα ιδιαίτερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φρ. <i>καθ</i>' <i>ἕκαστον</i>]. | |||
}} | }} |