3,273,446
edits
(6_11) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καιρικός''': -ή, -όν, τοῦ καιροῦ, ἀνήκων εἰς τὸν καιρόν, Εὐστ. 17. 3. -Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. ἐν Πονηματ. 266. 94. | |lstext='''καιρικός''': -ή, -όν, τοῦ καιροῦ, ἀνήκων εἰς τὸν καιρόν, Εὐστ. 17. 3. -Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. ἐν Πονηματ. 266. 94. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[καιρικός]], -ή, -όν) [[καιρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στον καιρό, δηλ. στην ατμοσφαιρική [[κατάσταση]], ο [[ατμοσφαιρικός]] («καλές καιρικές συνθήκες»)<br /><b>2.</b> αυτός που οφείλεται στον καιρό («καιρικές αλλοιώσεις τών αρχαίων μνημείων»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>γραμμ.</b> ο [[χρονικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται έγκαιρα, ο [[επίκαιρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[εποχή]]<br /><b>3.</b> <b>αστρολ.</b> αυτός που ανήκει στη χρονική περίοδο αστέρα<br /><b>4.</b> (για ώρες) αυτός που έχει άνιση [[διάρκεια]], αυτός του οποίου η [[διάρκεια]] ποικίλλει αναλόγως του μήκους και της εποχής. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καιρικῶς</i> (Μ)<br />με καιρικό τρόπο. | |||
}} | }} |