Anonymous

κακομορφία: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_10)
(18)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κακομορφία''': ἡ, κακὴ [[μορφή]], ἀσχημία, Γλωσσ.
|lstext='''κακομορφία''': ἡ, κακὴ [[μορφή]], ἀσχημία, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[κακομορφία]]) [[κακόμορφος]]<br />(το αρχ. ως σχόλ. στη λ. [[δυσχλαινία]] του <b>Ευρ.</b>) κακή [[μορφή]], [[δυσμορφία]], ασχήμια.
}}
}}