3,274,216
edits
(6_17) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κακόφωνος''': -ον, κακῶς ἠχῶν, μὴ ἀπηχῶν, τὰ ξηρὰ κακόφωνα Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 40· ἐπὶ λέξεων, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 12· τὸ κακόφωνον = [[κακοφωνία]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 248. - πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[δυσκέλαδος]], «[[κακοκέλαδος]], καὶ οἰονεὶ [[κακόφωνος]]» Πρόκλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 194. | |lstext='''κακόφωνος''': -ον, κακῶς ἠχῶν, μὴ ἀπηχῶν, τὰ ξηρὰ κακόφωνα Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 40· ἐπὶ λέξεων, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 12· τὸ κακόφωνον = [[κακοφωνία]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 248. - πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[δυσκέλαδος]], «[[κακοκέλαδος]], καὶ οἰονεὶ [[κακόφωνος]]» Πρόκλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 194. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[κακόφωνος]], -ον)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει κακή, βραχνή, ή δυσάρεστη [[φωνή]]<br /><b>2.</b> (για ήχους, λέξεις, ονόματα ή πράγματα) αυτός που ηχεί άσχημα, [[δυσάρεστος]] στην [[ακοή]], [[κακόηχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κακόφωνον</i><br />η [[κακοφωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ετερό</i>-<i>φωνος</i>, [[μεγαλό]]-<i>φωνος</i>]. | |||
}} | }} |