Anonymous

κακωτής: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_19)
(18)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κακωτής''': -οῦ, [[ἄνθρωπος]] κακοποιός, [[βλαπτικός]], Φίλων 1. 544.
|lstext='''κακωτής''': -οῦ, [[ἄνθρωπος]] κακοποιός, [[βλαπτικός]], Φίλων 1. 544.
}}
{{grml
|mltxt=[[κακωτής]], ο θηλ. [[κακώτρια]] (AM) [[κακώ]]<br />[[κακοποιός]], [[βλαπτικός]].
}}
}}