Anonymous

καλάμινος: Difference between revisions

From LSJ
18
(Bailly1_3)
(18)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />de roseau, fait en roseau.<br />'''Étymologie:''' [[κάλαμος]].
|btext=η, ον :<br />de roseau, fait en roseau.<br />'''Étymologie:''' [[κάλαμος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο και [[καλαμένιος]], -α, -ο (AM [[καλάμινος]], -ίνη, -ον)<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί από [[καλάμι]] (α. «καλαμένια [[στέγη]]» β. «[[καλάμινος]] αὐλὸς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει ισχνά σκέλη («[[σκελετός]], [[ἄπυγος]], καλάμινα σκέλη φορῶν», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλαμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ινος</i> (νεοελλ. και -<i>ένιος</i>)].
}}
}}