Anonymous

κακόζηλος: Difference between revisions

From LSJ
18
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui recherche le mal.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[ζῆλος]].
|btext=ος, ον :<br />qui recherche le mal.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[ζῆλος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[κακόζηλος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μιμείται [[κάτι]] [[κακώς]], [[χωρίς]] [[επιτυχία]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται με κακή και άτεχνη [[απομίμηση]]<br /><b>3.</b> <b>(ρητ.)</b> αυτός που κάνει [[χρήση]] κακού, επιτηδευμένου ύφους («[[κακόζηλος]] [[ῥήτωρ]]», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κακόζηλον</i><br />η [[κακοζηλία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακοζήλως</i> (Α κακοζήλως)<br />με κακόζηλο τρόπο ή ύφος, με άτοπο ζήλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζηλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζῆλος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αξιό</i>-<i>ζηλος</i>, [[μεγαλό]]-<i>ζηλος</i>].
}}
}}