3,276,318
edits
(6_1) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κακύνω''': [[βλάπτω]], [[φθείρω]], Σουΐδ.· - Παθ., βλάπτομαι, διαφθείρομαι, «χαλνῶ», τὰ δὲ κακυνόμενα (μύρα) [[πλείω]] ποιεῖ δυσωδίαν Θεοφρ. π. Ὀσμ. 56. 2) Παθ., ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, δείκνυμαι κακός, φέρομαι κακῶς, Εὐρ. Ἑκ. 251, Πλάτ. Τίμ. 42C· ἰδίως ἐπὶ στρατιωτῶν, δυστροπῶ, δὲν πειθαρχῶ, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 27. ΙΙ. Παθ., [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ κακόομαι, ὑφίσταμαι κακώσεις, Δίων Κ. 60. 2· ὀνειδίζομαι, ἐπιπλήττομαι, Εὐρ. Ἱππ. 686. | |lstext='''κακύνω''': [[βλάπτω]], [[φθείρω]], Σουΐδ.· - Παθ., βλάπτομαι, διαφθείρομαι, «χαλνῶ», τὰ δὲ κακυνόμενα (μύρα) [[πλείω]] ποιεῖ δυσωδίαν Θεοφρ. π. Ὀσμ. 56. 2) Παθ., ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, δείκνυμαι κακός, φέρομαι κακῶς, Εὐρ. Ἑκ. 251, Πλάτ. Τίμ. 42C· ἰδίως ἐπὶ στρατιωτῶν, δυστροπῶ, δὲν πειθαρχῶ, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 27. ΙΙ. Παθ., [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ κακόομαι, ὑφίσταμαι κακώσεις, Δίων Κ. 60. 2· ὀνειδίζομαι, ἐπιπλήττομαι, Εὐρ. Ἱππ. 686. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κακύνω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[κάνω]] πονηρά σχέδια<br />β. [[σφάλλω]], αμαρτάνω<br />γ. [[μετανοώ]] για [[κάτι]] καλό που έκανα<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[τιμωρώ]], [[καταδικάζω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κακύνω]] το [[μάτι]] μου σε κάποιον» — [[βλέπω]] κάποιον με κακή [[διάθεση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (και με [[ηθική]] σημ.) [[βλάπτω]], [[φθείρω]]<br /><b>2.</b> (για στρατιώτες) [[δυστροπώ]], δεν [[πειθαρχώ]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>κακύνομαι</i><br />α) δείχνομαι [[κακός]], φέρομαι άσχημα<br />β) επιπλήττομαι, [[δέχομαι]] [[επίπληξη]], [[επιτίμηση]], επιτιμώμαι<br /><b>4.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) <b>παροιμ.</b> «κακύνειν τον [[πηλόν]]» — να βρίζει [[κανείς]] αυτόν που [[είναι]] [[άξιος]] ύβρεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κακός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ύνω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλγ</i>-<i>ύνω</i>)]. | |||
}} | }} |