Anonymous

καλαμητομία: Difference between revisions

From LSJ
18
(Bailly1_3)
(18)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action de couper les tiges, moisson.<br />'''Étymologie:''' [[καλαμητόμος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />action de couper les tiges, moisson.<br />'''Étymologie:''' [[καλαμητόμος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καλαμητομία]] και καλαμητομίη, ἡ (Α) [[καλαμητόμος]]<br />το [[κόψιμο]] τών [[καλαμιών]] του σταριού, [[θερισμός]].
}}
}}