Anonymous

καλλιτεχνία: Difference between revisions

From LSJ
18
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />beauté d’un travail.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[τέχνη]].
|btext=ας (ἡ) :<br />beauté d’un travail.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[τέχνη]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[καλλιτεχνία]]) [[καλλιτέχνης]]<br />η επιμελημένη και καλαίσθητη [[εργασία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[έργο]] του καλλιτέχνη, η [[άσκηση]] τών καλών τεχνών («αφοσιώθηκε στην [[καλλιτεχνία]]»)<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών καλών τεχνών («[[ιστορία]] της καλλιτεχνίας»).
}}
}}