Anonymous

καλλίτεχνος: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_14)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλίτεχνος''': ὁ, ἡ, [[καλός]], ἐπιδέξιος, [[τεχνίτης]], [[ἐπιτήδειος]] κατασκευαστὴς κομψῶν τεχνουργημάτων, Στράβ. 41, 757.
|lstext='''καλλίτεχνος''': ὁ, ἡ, [[καλός]], ἐπιδέξιος, [[τεχνίτης]], [[ἐπιτήδειος]] κατασκευαστὴς κομψῶν τεχνουργημάτων, Στράβ. 41, 757.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[καλλίτεχνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει κατασκευαστεί με [[καλλιτεχνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ὁ</i>, <i>ἡ [[καλλίτεχνος]]<br />αυτός που κατασκευάζει καλλιτεχνήματα, ο [[καλλιτέχνης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[κακό]]-<i>τεχνος</i>, <i>ομοιό</i>-<i>τεχνος</i>].
}}
}}