Anonymous

καλοκἀγαθός: Difference between revisions

From LSJ
18
(Bailly1_3)
(18)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />beau et bon, noble et bon.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[κἀγαθός]].
|btext=ή, όν :<br />beau et bon, noble et bon.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[κἀγαθός]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[καλοκἄγαθος]], Μ [[καλοκάγαθος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[γεμάτος]] [[καλοσύνη]] και [[αγαθότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στους δόκιμους συγγραφείς [[πάντοτε]] [[χωριστά]] [[καλός]] καγαθός</i>, μόνο στον <b>[[Πολυδ]].</b> ενωμένα σε μία [[λέξη]])<br /><b>1.</b> [[ευπατρίδης]], [[επιφανής]] [[άνδρας]]<br /><b>2.</b> [[τέλειος]] [[άνθρωπος]], με όλα τα προσόντα που αποτελούν τον ευγενή και καλοαναθρεμμένο άνδρα, που συνδυάζει το εξωτερικό [[κάλλος]] με την [[ηθική]] [[τελειότητα]]<br /><b>3.</b> (αργότερα τα δύο [[χωριστά]] επίθ. και για ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα <b>κ.λπ.</b>) [[τέλειος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλοκἀγάθως</i> (Α)<br /><b>πάπ.</b> με χρηστό τρόπο, ενάρετα, καλοκάγαθα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τη φρ. <i>καλὸς κἀγαθός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>καὶ [[ἀγαθός]]) (<b>βλ.</b> και [[καλός]])].
}}
}}