Anonymous

καλλίχειρ: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_22)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλίχειρ''': χειρος, ὁ, ἡ, μὲ καλὰς χεῖρας, ἄλλη δ’ ἐγύμνου καλλίχειρας ὠλένας Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608C.
|lstext='''καλλίχειρ''': χειρος, ὁ, ἡ, μὲ καλὰς χεῖρας, ἄλλη δ’ ἐγύμνου καλλίχειρας ὠλένας Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608C.
}}
{{grml
|mltxt=[[καλλίχειρ]], -χειρος, ό, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει ωραία χέρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[χειρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[χείρ]], <i>χειρός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πλουσιό</i>-[[χειρ]], <i>ροδό</i>-[[χειρ]]].
}}
}}