Anonymous

κάλλιον: Difference between revisions

From LSJ
18
(Autenrieth)
(18)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[κᾶλός]].
|auten=see [[κᾶλός]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κάλλιον]] (AM)<br /><b>1.</b> (ουδ. συγκρ. βαθμού του επιθ. [[καλός]]) ωραιότερο ή καλύτερο<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) καλύτερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[καλλίων]].———————— <b>(II)</b><br />[[κάλλιον]], τὸ (Α)<br />(στην Αθήνα) [[τόπος]] που χρησίμευε ως δικαστήριο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[καλλιάζω]] (II).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[καλλιαρχώ]]].
}}
}}