Anonymous

καλοΰφαντος: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_16)
(18)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλοΰφαντος''': -ον, [[καλῶς]] ὑφασμένος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 603, Σουΐδ. ἐν λ. εὐήτριον.
|lstext='''καλοΰφαντος''': -ον, [[καλῶς]] ὑφασμένος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 603, Σουΐδ. ἐν λ. εὐήτριον.
}}
{{grml
|mltxt=καλοΰφαντος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει υφανθεί καλά, καλοϋφασμένος.
}}
}}