Anonymous

καμηλοπόδιον: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_21)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καμηλοπόδιον''': τὸ, = [[πράσιον]], [[εἶδος]] φυτοῦ, Διοσκ. 3. 119 (ἐκ τῶν νόθων).
|lstext='''καμηλοπόδιον''': τὸ, = [[πράσιον]], [[εἶδος]] φυτοῦ, Διοσκ. 3. 119 (ἐκ τῶν νόθων).
}}
{{grml
|mltxt=[[καμηλοπόδιον]], τὸ (Α)<br />το ποώδες [[φυτό]] [[πράσιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάμηλος]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>].
}}
}}