Anonymous

καμάρωμα: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_21)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰμάρωμα''': τὸ, [[θόλος]], ἁψίς, Στράβ. 738, Εὐστ. Πονημάτ. 69. 17, Γαλην.
|lstext='''κᾰμάρωμα''': τὸ, [[θόλος]], ἁψίς, Στράβ. 738, Εὐστ. Πονημάτ. 69. 17, Γαλην.
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[καμάρωμα]]) [[καμαρώνω]]<br /><b>1.</b> η [[κατασκευή]] καμάρας ή οικοδομήματος σε [[σχήμα]] καμάρας, [[αψίδωση]]<br /><b>2.</b> καμαροειδές [[κατασκεύασμα]], [[θόλος]], [[αψίδα]] («ἐξ ὀπτῆς πλίνθου καὶ ἀσφάλτου κατεσκευασμένοι καὶ αὐτοὶ καὶ αἱ ψαλίδες καὶ τὰ καμαρώματα», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το να καμαρώνει [[κάποιος]] για [[κάτι]], [[καμάρι]], [[υπερηφάνεια]], [[έπαρση]], [[κομπασμός]], [[κόρδωμα]].
}}
}}