Anonymous

κακολογικός: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_10)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κακολογικός''': -ή, -όν, [[ὀνειδιστικός]], [[ψεκτικός]], Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλ. 36, 1, Εὐστ. Πονημάτ. 46. 1.
|lstext='''κακολογικός''': -ή, -όν, [[ὀνειδιστικός]], [[ψεκτικός]], Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλ. 36, 1, Εὐστ. Πονημάτ. 46. 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κακολογικός]], -ή, -όν) [[κακολογία]]<br />αυτός που αναφέρεται στην [[κακολογία]], [[υβριστικός]], [[ονειδιστικός]].
}}
}}