Anonymous

καμπύλλω: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_12)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καμπύλλω''': Ἰων. ἀντὶ [[κάμπτω]], [[στρέφω]], [[λυγίζω]], «στραβώνω», Ἱππ. π. Ἄρθρ. 826 ἐν τῷ Παθ.· ἐν τῷ Μέσ., [[αὐτόθι]] 812· ― καμπυλεύεσθαι παρὰ τῷ Ἐρωτιανῷ σ. 226, [[ὅπερ]] ἑρμηνεύει κάμπτεσθαι.
|lstext='''καμπύλλω''': Ἰων. ἀντὶ [[κάμπτω]], [[στρέφω]], [[λυγίζω]], «στραβώνω», Ἱππ. π. Ἄρθρ. 826 ἐν τῷ Παθ.· ἐν τῷ Μέσ., [[αὐτόθι]] 812· ― καμπυλεύεσθαι παρὰ τῷ Ἐρωτιανῷ σ. 226, [[ὅπερ]] ἑρμηνεύει κάμπτεσθαι.
}}
{{grml
|mltxt=[[καμπύλλω]] (Α) [[καμπύλος]]<br /><b>ιων. τ.</b> [[κάμπτω]], [[λυγίζω]], [[κυρτώνω]], [[κάνω]] [[κάτι]] καμπύλο.
}}
}}