Anonymous

καμηλόκεντρον: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_21)
 
(19)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''καμηλόκεντρον''': τὸ, [[κέντρον]] δι’ οὗ κεντοῦσι τάς καμήλους, Σωφρόνιος 3489Α.
|lstext='''καμηλόκεντρον''': τὸ, [[κέντρον]] δι’ οὗ κεντοῦσι τάς καμήλους, Σωφρόνιος 3489Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[καμηλόκεντρον]], τὸ (Μ)<br />το [[κεντρί]] με το οποίο κεντρίζουν τις καμήλες για να βαδίζουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάμηλος]] <span style="color: red;">+</span> [[κέντρον]] «[[κεντρί]]»].
}}
}}