3,276,318
edits
(6_19) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καπνίας''': -ου, ὁ, (καπνὸς) [[πλήρης]] καπνοῦ, κωμικὸν επώνυμον τοῦ κωμικοῦ ποιητοῦ Ἐκφαντίδου, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 151. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. 1) [[καπνίας]] [[οἶνος]], ὁ, ἔχων γεῦσίν τινα καπνοῦ ὡς ἐπὶ μακρὸν ἐκτεθεὶς εἰς τὸν καπνὸν, Λατ. vinum fumosum, ἢ [[οἶνος]] ἐκ τῆς ἀμπέλου τῆς καλουμένης [[κάπνιος]], Φερέκρ. ἐν «Πέρσαις»1. 6, Ἀλεξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ»1. 70, κτλ.· ἴδε Ἡσύχ. καὶ Φώτ. 2) [[καπνίας]] (δηλ. [[λίθος]]), ὁ, [[εἶδος]] ἰάσπιδος, Πλίν. 37. 37. | |lstext='''καπνίας''': -ου, ὁ, (καπνὸς) [[πλήρης]] καπνοῦ, κωμικὸν επώνυμον τοῦ κωμικοῦ ποιητοῦ Ἐκφαντίδου, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 151. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. 1) [[καπνίας]] [[οἶνος]], ὁ, ἔχων γεῦσίν τινα καπνοῦ ὡς ἐπὶ μακρὸν ἐκτεθεὶς εἰς τὸν καπνὸν, Λατ. vinum fumosum, ἢ [[οἶνος]] ἐκ τῆς ἀμπέλου τῆς καλουμένης [[κάπνιος]], Φερέκρ. ἐν «Πέρσαις»1. 6, Ἀλεξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ»1. 70, κτλ.· ἴδε Ἡσύχ. καὶ Φώτ. 2) [[καπνίας]] (δηλ. [[λίθος]]), ὁ, [[εἶδος]] ἰάσπιδος, Πλίν. 37. 37. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[καπνίας]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ορυκτό]] με σκούρο [[χρώμα]], [[παραλλαγή]] του κρυσταλλικού χαλαζία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο καπνισμένος<br /><b>2.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου<br /><b>3.</b> κωμική [[ονομασία]] του κωμωδιογράφου Εκφαντίδου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[καπνίας]] [[οἶνος]]» <br />α) ο [[οίνος]] που έχει [[γεύση]] καπνού [[επειδή]] είχε εκτεθεί σε καπνό για πολύ χρόνο<br />β) [[οίνος]] που λαμβανόταν από [[αμπέλι]] που είχε σταφύλια με [[χρώμα]] καπνού και το οποίο ευδοκιμούσε στην Ιταλία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κροκ</i>-<i>ίας</i>, <i>φοινικ</i>-<i>ίας</i>)]. | |||
}} | }} |