Anonymous

κάπραινα: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_10)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάπραινα''': ἡ, θηλ. τοῦ [[κάπρος]], ἀγρία ὗς· μεταφ. [[ἀκόλαστος]], αἰσχρὰ [[γυνή]], Φρύν. Κωμ. ἐν «Μούσαις» 3· ὦ σαπρὰ καὶ [[πασιπόρνη]] καὶ [[κάπραινα]] Ἕρμιππ. ἐν «Ἀρτοπώλεσι» 2.
|lstext='''κάπραινα''': ἡ, θηλ. τοῦ [[κάπρος]], ἀγρία ὗς· μεταφ. [[ἀκόλαστος]], αἰσχρὰ [[γυνή]], Φρύν. Κωμ. ἐν «Μούσαις» 3· ὦ σαπρὰ καὶ [[πασιπόρνη]] καὶ [[κάπραινα]] Ἕρμιππ. ἐν «Ἀρτοπώλεσι» 2.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[κάπραινα]])<br />(θηλ. του [[κάπρος]]) άγρια [[γουρούνα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[γυναίκα]]) ακόλαστη, [[ασελγής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάπρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αινα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λέ</i>-<i>αινα</i>, <i>λύκ</i>-<i>αινα</i>)].
}}
}}