Anonymous

καρποβάλσαμον: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_22)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καρποβάλσαμον''': τό, ὁ [[καρπὸς]] βαλσάμου, Γαλην. τ. 13, σ. 915.
|lstext='''καρποβάλσαμον''': τό, ὁ [[καρπὸς]] βαλσάμου, Γαλην. τ. 13, σ. 915.
}}
{{grml
|mltxt=[[καρποβάλσαμον]], τὸ (AM)<br />ο [[καρπός]] του φυτού [[βάλσαμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρπός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[βάλσαμον]].
}}
}}