3,274,522
edits
(6_14) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καρχήσιος''': ὁ, ἐν τῷ πληθ., «[[καρχήσιον]], τῷ ἐπ’ ἄκρῳ τῷ ἱστίῳ τῷ ἔχοντι τροχηλίαν. καὶ καρχήσιοι ἐπ’ [[αὐτοῦ]] κάλοι οἱ τεταμένοι» Γαλην. Λεξικ. Ἱππ. σ. 492. 2) χειρουργικοὶ ἐπίδεσμοι, ὁ αὐτ. τ. 12, σελ. 304, 377. | |lstext='''καρχήσιος''': ὁ, ἐν τῷ πληθ., «[[καρχήσιον]], τῷ ἐπ’ ἄκρῳ τῷ ἱστίῳ τῷ ἔχοντι τροχηλίαν. καὶ καρχήσιοι ἐπ’ [[αὐτοῦ]] κάλοι οἱ τεταμένοι» Γαλην. Λεξικ. Ἱππ. σ. 492. 2) χειρουργικοὶ ἐπίδεσμοι, ὁ αὐτ. τ. 12, σελ. 304, 377. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καρχήσιος]], ὁ (Α) [[καρχήσιον]]<br /><b>1.</b> το [[σχοινί]] που χρησίμευε για [[αναπέταση]] τών ιστίων τών ιστιοφόρων<br /><b>2.</b> [[είδος]] χειρουργικού επιδέσμου. | |||
}} | }} |