Anonymous

καταγελάσιμος: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_16)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταγελάσιμος''': -ον, γελοῖος, προξενῶν γέλωτα, πρβλ. Plaut. Stich. 4. 2, 50, [[μετὰ]] λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ Γελάσιμος, [[ὅπερ]] ἦν [[ὄνομα]] παρασίτου.
|lstext='''καταγελάσιμος''': -ον, γελοῖος, προξενῶν γέλωτα, πρβλ. Plaut. Stich. 4. 2, 50, [[μετὰ]] λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ Γελάσιμος, [[ὅπερ]] ἦν [[ὄνομα]] παρασίτου.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταγελάσιμος]], -ον (Α) [[καταγέλασις]]<br />ο [[άξιος]] χλευασμού.
}}
}}