Anonymous

κατάβα: Difference between revisions

From LSJ
19
(Bailly1_3)
(19)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>2ᵉ sg. impér. ao.2 att. de</i> [[καταβαίνω]].
|btext=<i>2ᵉ sg. impér. ao.2 att. de</i> [[καταβαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κατάβα]](ν) και κατέβα, τὸ (Μ)<br />[[κατέβασμα]], [[κάθοδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένη προστ. αορ. του [[καταβαίνω]].———————— <b>(II)</b><br />[[κατάβα]] (Α)<br />(ποιητ. τ. β' εν. προσ. προστ. αορ. β' [[αντί]] κατάβηθι)<br />κατέβα.
}}
}}